προτρυγητήρ

προτρυγητήρ
προτρυγ-ητήρ, ῆρος, ,
A harbinger of the vintage, name of the star Vindemiatrix (ε Virginis), interpol. in Arat.138, cf. Hipparch.2.5.5, 3.1.4, Gem.3.6, Ptol.Tetr.24: pl., Plu. 2.308a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προτρυγητήρ — harbinger of the vintage masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α αστρον. αστέρας προς τα δεξιά τού αστερισμού τής Παρθένου, που ανατέλλει λίγο πριν από τον τρυγητή, αλλ. τρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τρυγητήρ (< τρυγῶ)] …   Dictionary of Greek

  • προτρυγητῆρα — προτρυγητήρ harbinger of the vintage masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρυγητῆρες — προτρυγητήρ harbinger of the vintage masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρυγητῆρι — προτρυγητήρ harbinger of the vintage masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρυγητῆρος — προτρυγητήρ harbinger of the vintage masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Виндемиатрикс — ε Virginis Звезда Наблюдательные данные (Эпоха J2000) Прямое восхождение …   Википедия

  • προτρυγητής — ὁ, Α ο προτρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τρυγητής «ονομασία αστερισμού» (< τρυγῶ)] …   Dictionary of Greek

  • τρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που συλλέγει τους ώριμους καρπούς και ιδίως τα σταφύλια, ο τρυγητής 2. ονομασία αστέρα, προτρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. τήρ* (πρβλ. τιμωρη τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”